Τύχωνα

Τύχωνα
Τύχων
masc acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αστεροσκοπείο — Ίδρυμα στο οποίο εκτελούνται παρατηρήσεις, μελέτες και έρευνες για τις κινήσεις και τη φύση των ουράνιων σωμάτων. Σε πολλά α. εκτελούνται ταυτόχρονα και άλλες εργασίες που σχετίζονται κυρίως με τη μετεωρολογία και τη σεισμολογία. Τα αρχαιότατα α …   Dictionary of Greek

  • τυχώνειος — α, ο, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Τύχωνα Βράχιο, εξελληνισμένο όνομα τού Δανού αστρονόμου φιλοσόφου Τύχο Μπράχε 2. φρ. «τυχώνειο σύστημα» ή «σύστημα τού Τύχωνος» (αοτρον.) σχήμα για την περιγραφή τής δομής τού ηλιακού συστήματος που… …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • Πικάρ, Ζαν — (Picard, 1620 – 1682). Γάλλος αστρονόμος. Διετέλεσε καθηγητής της αστρονομίας στο Κολέγιο της Γαλλίας το 1655. Την περίοδο 1669 – 1670 μέτρησε το μήκος τόξου του μεσημβρινού ανάμεσα στο Παρίσι και την Αμιένη και το βρήκε ίσο με 1°22’ 55’’. Στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”